- τετραποδία
- η, ΝΑ [τετράπους, -οδος]1. μήκος ή μέτρο τεσσάρων ποδιών2. (στην αρχαία μετρική) το σύνολο τεσσάρων ποδών ή δύο διποδιών («δακτυλική τετραποδία»- 'UU - 'UU - 'UU - 'UU).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραποδία — τετραποδίᾱ , τετραποδία a measure fem nom/voc/acc dual τετραποδίᾱ , τετραποδία a measure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραποδίᾳ — τετραποδίᾱͅ , τετραποδία a measure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραποδία — η 1. σύνολο τεσσάρων μετρικών ποδών: Ιαμβική τετραποδία. 2. μήκος τεσσάρων ποδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραποδίας — τετραποδίᾱς , τετραποδία a measure fem acc pl τετραποδίᾱς , τετραποδία a measure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гекзаметр — Гекзаметр, гексаметр, устар. ексаметр, ексаметрон, эксаметр, дактило хореический размер, шестеромерный стих (др. греч. ἑξάμετρον, от ἕξ «шесть» и μέτρον «мера») в античной метрике любой стих, состоящий из шести метров. В более… … Википедия
Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром … Википедия
Цезура — Содержание 1 Цезура в метрике 1.1 Цезура в героическом гекзаметре … Википедия
тетраподия — ТЕТРАПОДИ´Я (греч. τετραποδία, от τέτρα в сложных словах четыре и πούς стопа) в античной метрике имеет то же значение, что и четырехстопность в русской метрике … Поэтический словарь
δαχτυλοτροχαίος — ο στίχος που αποτελείται από μια δαχτυλική τετραποδία και μια τροχαϊκή τριποδία … Dictionary of Greek
ευπολίδειος — εὐπολίδειος, ον (Α) [Εύπολις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Εύπολι 2. φρ. «εὐπολίδειον (μέτρον)» μέτρο τής αρχαίας μετρικής που σύγκειται από το τρίτο γλυκώνειο και την καταληκτική τροχαϊκή τετραποδία … Dictionary of Greek